δεκάτευμα

δεκάτευμα
και δεκάτεμα και δεκάτισμα, το (AM δεκάτευμα) [δεκατεύω]
η δεκάτη, το ένα δέκατο κάποιου ποσού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεκάτευμα — tenth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκατεύματα — δεκάτευμα tenth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάτεμα — το 1. το δεκάτευμα* 2. η δεκάτευση* 3. μεγάλη φθορά …   Dictionary of Greek

  • δεκάτισμα — το [δεκατίζω] 1. το δεκάτευμα 2. ο αποδεκατισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”